Ενημερωτικό Σημείωμα
Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε υπό την Αιγίδα του Προέδρου της Δημοκzρατίας Κυρίου Προκόπη Παυλόπουλου το 1ο Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου, με θέμα «ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ», που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, από τις 3 έως τις 5 Ιουνίου 2016 στην Αίθουσα Γενικών Συνελεύσεων της Τραπέζης της Ελλάδος. Σκοπός του συνεδρίου ήταν η ενημέρωση για τις νεότερες εξελίξεις στο πεδίο του Διεθνούς Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, των εγκλημάτων Διαφθοράς, του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου και το Δικαίου των Διεθνών Εγκλημάτων, χαρακτηριστική δε ήταν η ιδιαίτερα πολυπληθής συμμετοχή εκλεκτών εκπροσώπων του δικηγορικού και δικαστικού κλάδου, πανεπιστημιακών δασκάλων αλλά και πολλών νέων νομικών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στο καλωσόρισμά του ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου, επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής και Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, Καθηγητής Χρίστος Μυλωνόπουλος τόνισε ότι σκοπός του Ινστιτούτου δεν είναι μόνον η καλλιέργεια του Ποινικού Δικαίου, αλλά επίσης και η ενθάρρυνση της εξωστρέφειας της Ελληνικής ποινικής επιστήμης και η ενίσχυση της προσέγγισης και αλληλοκατανόησης διαφορετικών εννόμων τάξεων (γι’ αυτό και έμβλημά του είναι η φράση από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: «ου γαρ συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν»). Παράλληλα όμως απευθύνεται κατ’ εξοχήν στους νέους, επιδιώκοντας να δημιουργήσει έναν πόλο έλξης γι’ αυτούς.
Χαιρετισμούς απηύθηναν ο Υπουργός Δικαιοσύνης Καθηγητής Νίκος Παρασκευόπουλος, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη και ο Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου, Εισαγγελέας Εφετών Δημήτρης Ασπρογέρακας καθώς και εκ μέρους του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ αναγνώσθηκε χαιρετιστήρια επιστολή του Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του HarvardLloydWeinreb.
Η πρώτη συνεδρία «Γενικές αρχές και νεότερες εξελίξεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου», διεξήχθη υπό την προεδρία του Ομ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών Νικολάου Ανδρουλάκη, εκκινώντας με την ομιλία του Ομ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου και αδιαμφισβήτητου «πατριάρχη» της Γερμανικής Ποινικής Επιστήμης, Claus Roxin, σχετικά με την «αυτουργία μέσω των οργανωτικών δομών της εξουσίας». Η ομιλία του Καθηγητή Roxin, η παρουσία του οποίου ενεποίησε τιμή στο Συνέδριο του νεοϊδρυθέντος Ινστιτούτου, ανεφέρετο στην αντιμετώπιση εγκληματικών εκτροπών από εκπροσώπους οργανωτικών δομών εξουσίας σε διεθνές επίπεδο, θέσεις οι οποίες έχουν υιοθετηθεί πολλαπλώς και από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, με περαιτέρω αναφορά στην «κυριαρχία επί της πράξεως» ως χαρακτηριστικού της εγκληματικής αυτουργίας.
Τον Καθηγητή Roxin διαδέχθηκε στο βήμα, με θέμα «Η αλλαγή παραδείγματος από το ποινικό δίκαιο στο δίκαιο της ασφάλειας: Η μετάλλαξη των κανόνων και των ορίων στον έλεγχο του εγκλήματος», οΚαθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Freiburg Ulrich Sieber, Διευθυντής του διεθνούς φήμης Ινστιτούτου Max Planck για το Διεθνές και Αλλοδαπό Ποινικό Δίκαιο, παρουσιάζοντας ένα εν εξελίξει ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου. Αντικείμενό του η διεθνώς παρατηρούμενη, ολοένα εντεινόμενη, εξέλιξη του κλασικού κατασταλτικού ποινικού δικαίου σε τμήμα ενός γενικότερα εξασφαλιστικού δικαίου, στο οποίο εντάσσονται, εκτός από το προληπτικό ποινικό δίκαιο, το αστυνομικό δίκαιο, το δίκαιο των μυστικών υπηρεσιών, το δίκαιο του πολέμου και άλλα διοικητικά, αστικά και ιδιωτικού δικαίου νομικά μορφώματα, που συναπαρτίζουν ένα αρχιτεκτόνημα προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, στο πλαίσιο της παγκοσμίως ολοένα ενδυναμούμενης «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (Risikogesellschaft), με τελικό ζητούμενο το συγκερασμό της μεγαλύτερης δυνατής ασφάλειας έναντι των επιτεινόμενων κινδύνων, με την πάντοτε επιβαλλόμενη προστασία των ατομικών ελευθεριών.
Επόμενος ομιλητής ήταν ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης Ulfrid Neumann, με θέμα «Η διεθνής ποινική δικαιοδοσία μεταξύ Δικαίου και Πολιτικής». Αντικείμενο προβληματισμού αποτέλεσε η λειτουργία μιας παρατηρούμενης πολιτικής επιλεκτικότητας καθόσον αφορά στη διαδικασία θέσης σε κίνηση της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης, σε συνάρτηση με τον συχνό ισχυρισμό ότι αυτή, ιδίως όπως εκπροσωπείται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, διακρίνεται από μονομέρεια, αναγόμενη σε πολιτικούς παράγοντες, τόσο ώστε τείνει να εξαντλείται στην καταδίκη Αφρικανών δικτατόρων, καταλείποντας ανέγγιχτες τις μεγάλες (ή έστω μεσαίες, αλλά σημαντικές) δυνάμεις.
Η πρώτη, πανηγυρική, συνεδρία ολοκληρώθηκε με την ομιλία του Καθηγητή Χρίστου Μυλωνόπουλου, με θέμα «Η ανάγκη μιας γενικής θεωρίας ποινικού δικαίου για την διαμόρφωση αποτελεσματικών και δίκαιων διεθνών ποινικών κανόνων». Η θεαματική εξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου υπό ευρεία έννοια, σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, οδηγεί σε: α) Σχετικοποίηση της αρχής της νομιμότητας, β) Προϊούσα κάμψη της εθνικής κυριαρχίας των επιμέρους κρατών, οφειλόμενη στην επιθυμία αποτελεσματικής ποινικής καταστολής εγκλημάτων με διεθνείς όψεις, γ) Ανάγκη αυτοτελούς νομιμοποίησης της λειτουργία της ποινής στο πεδίο του διεθνούς ποινικού δικαίου, δ) Διάκριση ποινικού και διοικητικού αδίκου, ώστε να αρθεί η απόκλιση της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, ε) ζητήματα συμμετοχής, υποκειμενικής υπόστασης, ενοχής και τοπικών ορίων της ποινικής εξουσίας εκάστου κράτους. Καταδεικνύεται, έτσι, η ανάγκη διαμόρφωσης μιας γενικής θεωρίας στο διεθνές ποινικό δίκαιο, μέσω του καθοριστικού ρόλου της ποινικής δογματικής, όπως έχει διαμορφωθεί από την ευρωπαϊκή ποινική επιστήμη και αξιοποιείται ήδη από την ποινική θεωρία του commonlaw.
Η δεύτερη ημέρα ξεκίνησε με το «Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο», υπό την προεδρία του Πρόεδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. και τ. Πρωθυπουργού Παναγιώτη Πικραμμένου. Ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Trier Ηans Heiner Kühne ανέπτυξε το θέμα «Επιχειρήσεις της Αστυνομίας στον Ευρωπαϊκό Χώρο – Ελευθερία ελέγχου στο κράτος δικαίου;». Ο καθοριστικός ρόλος της αστυνομίας σε κάθε δημοκρατικό κράτος, για την επιβολή και προστασία σημαντικών έννομων αγαθών, η ενδεχόμενη ύπαρξη λόγων αποκλεισμού, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, της ατομικής ευθύνης αστυνομικών οργάνων (Europol και OLAF) κατά έναν τόσο κατηγορηματικό και ενάντιο στις κοινές παραδόσεις των δικαίων των κρατών-μελών τρόπο, καθώς και η πιθανότητα ύπαρξης μέσων ελέγχου, τα οποία αναχετίζουν την ως άνω παροχή ασυλίας, επιρρωνύουν ότι η ανάγκη μεταφοράς της ποινικής δίωξης από το εθνικό επίπεδο σε αυτό της ΕΕ δεν δύναται να παραγκωνίσει τις εγγυήσεις παροχής έννομης προστασίας που παρέχουν το Ευρωπαϊκό και τα εθνικά Συντάγματα.
Ο Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου Helmut Satzger πραγματεύτηκε το «Πόσο μακριά επιτρέπεται και πρέπει να φθάσει η σύγκλιση των νομοθεσιών στον ευρωπαϊκό χώρο; - Το ζήτημα της εναρμόνισης των γενικών αρχών και των ποινικών κυρώσεων». Η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση περιλαμβάνει και το Ποινικό Δίκαιο, υπό την μορφή: α) της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας, β) του συνδυασμού εθνικών ποινικών νόμων εν λευκώ με Κανονισμούς της ΕΕ, γ) των νομοθετικών πράξεων που εναρμονίζουν τα ποινικά δίκαια. Παρότι η τάση προς εναρμόνιση πραγματοποιείται -ως ένα βαθμό-, εντούτοις εξακολουθεί να υπάρχει ένδεια θεωριών και – ακριβώς στο πεδίο του Γενικού Μέρους – μιας συνεκτικής και πειστικής ακολουθητέας γραμμής από τον Ενωσιακό Νομοθέτη, η οποία θα διευκόλυνε την ανάπτυξη μιας υπερεθνικής ποινικής δογματικής στο πεδίο της ΕΕ.
Σημαντικές παρατηρήσεις για τον χαρακτήρα του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου έκανε η Καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, στην ομιλία της με τίτλο: «Το ποινικό δίκαιο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης: θεμελιώδη ερωτήματα σε μια συγκριτική θεώρηση του αμερικανικού και του ενωσιακού ποινικού δικαίου». Ανέδειξε, συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της διαχρονικής διεθνοποίησης του ποινικού δικαίου, και ιδίως τη σύγχρονη τάση «συγκεντρωτισμού» στην παραγωγή του, συνδεόμενη ιδιαιτέρως με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και τον επικαθορισμό της πολιτικής και του δικαίου από αυτήν, συγκρίνοντας το ποινικό δίκαιο της ΕΕ με το ομοσπονδιακό ποινικό δίκαιο των ΗΠΑ, ως διεπίπεδων συστημάτων ποινικής καταστολής, με κεντρικούς άξονες αναφοράς: α) την αρμοδιότητα του κεντρικού ή υπερκείμενου επιπέδου (ομοσπονδιακού κράτους ή υπερκρατικού οργανισμού) για θεσμοθέτηση ποινικών κανόνων, και β) το ρόλο επιλεγμένων θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαίου στο πλαίσιο του κεντρικού ή υπερκείμενου επιπέδου θεσμοθέτησης αυτών, συμπεραίνοντας την αναγκαιότητα σημαντικών βελτιώσεών του ενωσιακού ποινικού δικαίου.
Ο Καθηγητής Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου Valsamis Μitsilegas ανέπτυξε το θέμα «Αμοιβαία Αναγνώριση, Αμοιβαία Εμπιστοσύνη και Θεμελιώδη Δικαιώματα μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας». Εμβληματική καθόσον αφορά στην εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στο πεδίο του ποινικού δικαίου είναι η απόφαση-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το πρώτο και κύριο μέτρο αμοιβαίας αναγνώρισης (χαρακτηριστική η κατάργηση του διπλού αξιοποίνου), που εφαρμόστηκε πλήρως και λεπτομερώς μέχρι σήμερα. Επρόκειτο, ωστόσο, και για μια «μαξιμαλιστική» προσέγγιση της αμοιβαίας αναγνώρισης, που προκάλεσε την αναζήτηση πρακτικών τρόπων μετριασμού της στις έννομες τάξεις των κρατών-μελών (λ.χ. με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας). Ιδιαίτερα ασχολήθηκε ο ομιλητής με την σχέση ανάμεσα στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών-μελών και την επίκληση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, απολήγοντας στην «σύμπλευση αμοιβαίας αναγνώρισης και εναρμόνισης».
Τον λόγο πήρε ακολούθως ο Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Τριανταφύλλου, ο οποίος ασχολήθηκε με «Το δικαίωμα υπεράσπισης στις διαδικασίες διασυνοριακής συλλογής απόδειξης», καταδεικνύοντας ότι το εθνικό και διεθνές δίκαιο δεν κατοχυρώνει σε ικανοποιητικό βαθμό το δικαίωμα απόδειξης των διαδίκων και ειδικότερα το δικαίωμα να υποβάλλουν οι ίδιοι αιτήματα συνδρομής ή να επιτυγχάνουν την υποβολή παρόμοιων αιτημάτων από τις εθνικές αρχές, ενώ η ενσωμάτωση της Οδηγίας για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (Οδηγία 2014/41/EU) δεν αναμένεται να βελτιώσει την κατάσταση. Αναφέρθηκαν, επίσης, τα μέσα υπεράσπισης του θιγομένου από την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνδρομής και παρουσιάστηκε το μοντέλο που υιοθετεί εν προκειμένω η ανωτέρω Οδηγία, διακρίνοντας ειδικότερα τις αντιρρήσεις κατά της έκδοσης από τις αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης αυτής.
Η δεύτερη συνεδρία ολοκληρώθηκε με παρουσίαση από τους Ιωάννη Μοροζίνη, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Μονάχου, και Εμμανουήλ Μπίλλη, Διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Freiburg, των σκοπών και δραστηριοτήτων του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου και των προοπτικών συνεργασίας του με το Research School του Ινστιτούτου Max Planck για το Διεθνές και Αλλοδαπό Ποινικό Δίκαιο (Freiburg) αντίστοιχα.
Κορυφαία στιγμή του Συνεδρίου ήταν η ανακοίνωση περί έναρξης επίσημης συνεργασίας μεταξύ των δύο Ινστιτούτων, από τον Διευθυντή του Ινστιτούτου MaxPlanck, Καθηγητή UlrichSieber. Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος του ΙΕΔΠΔ, Καθηγητής Χρ. Μυλωνόπουλος, «Η συνεργασία ενός κολοσσού, όπως είναι το Ινστιτούτο MaxPlanck με το νεοπαγές Ινστιτούτο της Αθήνας, αποδεικνύει την εκτίμηση που τρέφουν οι Γερμανοί συνάδελφοι στους Έλληνες νομικούς και την εμπιστοσύνη τους, ότι παρά την έλλειψη υλικών πόρων είναι σε θέση να συμβάλουν ουσιαστικά στην προαγωγή της επιστήμης».
Την προεδρία της τρίτης συνεδρίας, με αντικείμενο«Διεθνές Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο-Διαφθορά» ανέλαβε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ε.τ. Ιωάννης Τέντες, δίνοντας το λόγο στον Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Πεκίνου Genlin Liang για να αναπτύξει το θέμα «Το κινεζικό δίκαιο για την καταπολέμηση της δωροδοκίας και η Σύμβαση για την καταπολέμηση της διαφθοράς: μια συγκριτική μελέτη». Το ισχύον σήμερα κινεζικό ποινικό σύστημα για την καταπολέμηση της δωροδοκίας είναι ουσιαστικά εναρμονισμένο με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (UNCAC), ενώ στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα του 1997, όπως έχει τροποποιηθεί, τα αδικήματα της δωροδοκίας χωρίζονται σε: α) παθητική δωροδοκία, β) ενεργητική δωροδοκία και γ) δια μεσολαβήσεως δωροδοκία. Σημειωτέον ότι: α) το νομικό πρόσωπο, του οποίου αναγνωρίζεται εν γένει η ποινική ευθύνη, δύναται να καταστεί αξιόποινο λόγω δωροδοκίας, ενεργητικά ή παθητικά και β) το κινεζικό ποινικό δίκαιο καταλείπει ατιμώρητες πολλές περιπτώσεις δωροδοκίας, που εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο της UNCAC, δεδομένου ότι η ενεργητική δωροδοκία διώκεται αν το ποσό υπερβαίνει τα 10.000 γουάν, η δε παθητική είτε αν υπερβαίνει τα 5.000 γουάν είτε αν δεν τα υπερβαίνει, αλλά έχει τελεσθεί υπό σοβαρές περιστάσεις.
Με τις«Εξελίξεις στην ιατρική των μεταμοσχεύσεων. Νομικές και ηθικές συνέπειες ιδίως από πλευράς διεθνούς ποινικού δικαίου», ασχολήθηκε η Brigitte Tag, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή αποκτά στις ευρωπαϊκές και μη χώρες συνεχώς μεγαλύτερη σημασία λόγω της προόδου στις διάφορες μεθόδους εφαρμογής της, όπως π.χ. η τεχνητή γονιμοποίηση μέσω δωρεάς σπέρματος, ωαρίων, εμβρύων αλλά και η παρένθετη μητρότητα. Το επιτρεπτό των διαφόρων διαδικασιών της αναπαραγωγικής ιατρικής στις επιμέρους χώρες παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, οι οποίες, ενόψει της κινητικότητας που χαρακτηρίζει τα ενδιαφερόμενα ζευγάρια, δημιουργούν συχνά προβλήματα διεθνούς δικαίου, τα οποία, μεταξύ άλλων, επισήμανε η ομιλήτρια.
Στο θέμα της διαφθοράς επέστρεψε με την ομιλία του για την «ανάγκη ενσωμάτωσης του ευρωπαϊκού δικαίου στο εθνικό ποινικό δίκαιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς» ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου Frank Saliger. H Γερμανία αντιμετωπίζει σήμερα ένα ιστορικά πρωτόγνωρο κύμα ποινικοποίησης της διαφθοράς. Μετά τον περιεκτικό νόμο του Νοεμβρίου του 2015, ακολούθησαν ειδικοί νόμοι κατά της διαφθοράς στους τομείς της υγείας και του αθλητισμού. Πρόκειται εν γένει για μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο διεθνών κειμένων, που απολήγουν σε νομοθετικούς πλεονασμούς και σε τριβές με τις προϋπάρχουσες περί αυτήν ποινικές προβλέψεις. Την ποιότητα της νομοθετικής υπερδραστηριότητας επηρεάζει η ασάφεια της έννοιάς της, ενώ το ποινικό δίκαιο της διαφθοράς δεν χαρακτηρίζεται από μια διμερή σχέση ανάμεσα στον «δίδοντα» και στον «εισπράττοντα», αλλά από μια τριμερή σχέση που περιλαμβάνει και την σχέση ανάμεσα στον «εισπράττοντα» και τον προϊστάμενό του.
Τη δικονομική διάσταση των μέτρων καταπολέμησης της διαφθοράς ανέπτυξε ο Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Θεοχάρης Δαλακούρας, στην ομιλία του με θέμα «Η ανακριτική διαδικασία στα εγκλήματα διαφθοράς. Όρια επέμβασης στα δικαιώματα του ατόμου υπό το φως της ΕΣΔΑ». Οι πρόσφατες εξελίξεις των κατασταλτικών δικονομικών ρυθμίσεων της διαφθοράς επιβάλλουν την ενίσχυση των αξιακών δομών, υπό εγγυητικό και δικονομικό πρίσμα, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Μέσω μιας αποτίμησης του ισχύοντος ευρωπαϊκού και εθνικού νομικού πλαισίου, καταδείχθηκαν: α) τρόποι αναβάθμισης των ανακριτικών ερευνών, β) μια περαιτέρω οριοθέτηση του ελέγχου των περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκόμενων προσώπων και γ) η ανάγκη δικαιοκρατικής ενίσχυσης της χρήσης ειδικών ανακριτικών πράξεων, αποδεικτικής τεκμηρίωσης συμπεριφορών διαφθοράς με την λήψη μέτρων προστασίας μαρτύρων, και αναβάθμισης της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας σε ανακριτικό επίπεδο.
Επακολούθησε Στρογγυλή Τράπεζα με αντικείμενο την «Ανάκτηση προϊόντων διαφθοράς (assetrecovery) στα διασυνοριακά και διεθνή εγκλήματα», στην οποία έλαβαν μέρος οι Νικόλαος Παντελής, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Δρ. CameliaBogdan, Εφέτης Βουκουρεστίου/Ρουμανία, και Παναγιώτης Αθανασίου, Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος.
Την τέταρτη και τελευταία συνεδρία, υπό την προεδρία του Αθανασίου Κουτρομάνου, Προέδρου Αρείου Πάγου ε.τ., με θέμα «Το Δίκαιο των Διεθνών Εγκλημάτων», άνοιξε ο Francisco Muñoz-Conde, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Pablo de Olavide της Σεβίλλης, με αντικείμενο την «Έμμεση αυτουργία ως μέσο αντιμετώπισης αξιοποίνων πράξεων στη νομολογία της Λατινικής Αμερικής». Βασιζόμενος στη θεωρία του Καθηγητή Roxin, υιοθετούμενη στο άρθρο 25 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου και ήδη από Ειδικά Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, κατέδειξε ότι η θεωρία αυτή, δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης βασικών ιθυνόντων των εγκληματικών μηχανισμών εξουσίας, ως εμμέσων αυτουργών, αλλά και των μεσαίων βαθμίδων της ιεραρχίας, είναι ακατάλληλη να καλύψει όλα τα μέλη της, διότι άλλως θα αλλοιώνετο η έννοια της κυριαρχίας επί της πράξεως. Στην περίπτωση των ευθέως συνδεομένων ασκούντων την εξουσία και υψηλόβαθμων στελεχών ενός μηχανισμού εξουσίας, γίνεται μάλλον λόγος για «έμμεση συναυτουργία», κατασκευή που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας κάθετης ιεραρχικής σχέσης και εναλλαξιμότητας του εκτελεστικού οργάνου με αυτά μιας οριζόντιας συναυτουργικής σχέσης.
Με τις «Στοχευμένες δολοφονίες» ασχολήθηκε ακολούθως ο Jesús-Μaria Silva Sanchez, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης. Οι «στοχευμένες» θανατώσεις, που αναλαμβάνει και εκτελεί μια νόμιμη κρατική εξουσία εναντίον επικίνδυνων εχθρών της, γίνονται αντικείμενο προβληματισμού όταν συντελούνται σε καιρό ειρήνης ή ακόμα και σε καιρό πολέμου, εφόσον στοχεύουν πολίτες, που δεν λαμβάνουν ευθέως μέρος στις εχθροπραξίες. Μέσω αναφοράς στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συμπεραίνεται ότι οι θανατώσεις είναι παράνομες, με τα σημαντικότερα προβλήματα να αφορούν στις στοχευμένες θανατώσεις «τρομοκρατών» - οι οποίοι είτε δεν έχουν ακόμη αποπειραθεί να διαπράξουν τρομοκρατική επίθεση (αυτή, όμως, με βεβαιότητα επίκειται), είτε την έχουν ήδη διαπράξει - πρακτικές δυσχερώς δικαιολογήσιμες, παρόλες τις προσπάθειες δογματικής θεμελίωσής τους κυρίως στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ο Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Άγγελος Κωνσταντινίδης, με θέμα «Η Αρχή της Παγκόσμιας Δικαιοσύνης – Επίκαιρα ζητήματα (Ναρκωτικά – Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες – Τρομοκρατία)», κατέδειξε ότι νομιμοποιητική της βάση συνιστά η ιδιάζουσα σοβαρότητα και βαρύτητα των σχετικών εγκλημάτων, των οποίων η τιμώρηση παρουσιάζει διεθνές (πανανθρώπινο) ενδιαφέρον και επί αυτών, μετά την Συνθήκη της Λισσαβόνας, εφαρμόζεται η απαγόρευση της διπλής τιμώρησης (nebisinidem). Αναπτύχθηκε, επίσης, η εφαρμογή της σε επιμέρους «διεθνή» εγκλήματα, όπως το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων και η τρομοκρατία, ενώ ευλόγως αποκλείστηκε η αναγόρευση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες σε «διεθνές έγκλημα».
Πρωτότυπες απόψεις σχετικά με το «Απεχθές και παράνομο δημόσιο χρέος ως έγκλημα του κράτους» ανέπτυξε ο Ilias Bandekas, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου, προτείνοντας επέκταση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ώστε να περιλαμβάνουν και συμπεριφορές χωρίς βία κατά προσώπου, αλλά καταλήγουσες, μετά από μια χρονική περίοδο, σε οξεία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης ενός αστικού πληθυσμού. Η αξία, της οποίας ζητείται η προστασία μέσω ενός εγκλήματος δόλιας κρατικής υπερχρέωσης, αφορά στην απόλαυση των θεμελιωδών κοινωνικο-οικονομικών δικαιωμάτων, τα οποία ακριβώς ο πληθυσμός αποστερείται.
Ο Δημήτρης Κιούπης, Επίκουρος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το διαδικτυακό έγκλημα» εστίασε στο ερώτημα, ποιο κράτος διαθέτει την εξουσία να διώξει το διαδικτυακό έγκλημα, και κατέδειξε ότι ο κεντρικός ρόλος της αρχής της εδαφικότητας περιορίζεται σταδιακά από τη διευρυμένη εφαρμογή των αρχών της ενεργητικής ή παθητικής προσωπικότητας και της παγκόσμιας δικαιοσύνης, ενώ η πρακτική εφαρμογή της δυσχεραίνεται, καθώς το διαδικτυακό έγκλημα επαναπροσδιορίζει ή και υπερβαίνει τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί υλικής αποτύπωσης και φυσικής εδαφικής παρουσίας. Η τελική απάντηση του ερωτήματος σχετίζεται με: α) τη φύση της συγκεκριμένης αξιόποινης συμπεριφοράς και β) τα ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά της χρησιμοποιούμενης κατά περίπτωση διαδικτυακής επικοινωνίας.
Στην τελευταία εισήγηση του Συνεδρίου, ο Εμμανουήλ Σφακιανάκης, Υποστράτηγος της ΕΛ.ΑΣ., ανέπτυξε «Το διαδικτυακό έγκλημα ως οικουμενικό φαινόμενο. Νομοθετικές ελλείψεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο». Μετά από ορισμό των βασικών εννοιών, παρουσιάστηκαν οι επιπτώσεις της εξέλιξης των τεχνολογιών, της διείσδυση των ψηφιακών μέσων και του διαδικτύου στις διάφορες μορφές εγκληματικότητας, καταδεικνύοντας τις δυσκολίες που συνεφέλκονται αυτές οι μεταλλάξεις π.χ. στον προσδιορισμό του τόπου του εγκλήματος, στην αυξημένη ταχύτητα διάπραξής του, στις αναγκαίες εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις για την διερεύνησή του και τον εντοπισμό του δράστη. Μέσα από συγκεκριμένα πραγματικά παραδείγματα (απάτη, «ξέπλυμα» βρώμικου χρήματος, υποκλοπή/αλλοίωση προσωπικών δεδομένων, παιδική πορνογραφία, τρομοκρατία), επισημάνθηκαν ελλείψεις σε επίπεδο διεθνούς συνεργασίας και εθνικής νομοθεσίας.
Το Συνέδριο ολοκληρώθηκε με χαιρετισμό εκ μέρους του Προέδρου εν μέσω γενικής συγκινήσεως και προσδοκίας για τη δημοσίευση των πρακτικών.
Φωτεινή Π. Δημοπούλου
Δικηγόρος, LLM Ποινικού Δικαίου
LLM Αστικού Δικαίου
Υποψήφια Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.